μεφιτίζω

μεφιτίζω
[μεφίτις]
αναδίδω δυσάρεστη και βλαβερή οσμή, γεμίζω την ατμόσφαιρα από δυσώδεις και επιβλαβείς αναθυμιάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”